- μετακαρπίου
- μετακάρπιονbones forming the palm of the handneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… … Dictionary of Greek
καρπομετακάρπιος — α, ο ανατ. αυτός που είναι κοινός τού καρπού και τού μετακαρπίου, αυτός που αναφέρεται ή ανήκει από κοινού στον καρπό και στο μετακάρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carpometacarpal < carp (πρβλ. καρπ ός) + metacarpal < λατ.… … Dictionary of Greek
πατινάζ — Άθλημα που διεξάγεται με παγοπέδιλα σε παγωμένες επιφάνειες ή με τροχοπέδιλα σε πίστες από τσιμέντο, από ξύλο ή ακόμα και στο δρόμο. π. στον πάγο ή παγοδρομία. Προήλθε από έναν τρόπο μετακίνησης των λαών του Βορά, που, υποχρεωμένοι να διανύουν… … Dictionary of Greek
προκόνδυλοι — οἱ, και προκόνδυλα, τὰ, Α οι κόνδυλοι τών δακτύλων που βρίσκονται μεταξύ τού μετακαρπίου και τών φαλάγγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόνδυλος «κυρτή υποστρόγγυλη ή ωοειδής αρθρική επιφάνεια ενός οστού» (πρβλ. μετα κόνδυλος)] … Dictionary of Greek
φαλαγγοποίηση — η, Ν ιατρ. διατομή τών συνδέσμων, μεταξύ τού πρώτου και τού δεύτερου μετακαρπίου τού χεριού, για αποκατάσταση τής συλληπτήριας λειτουργίας σε περίπτωση ολικής απώλειας τού αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. phalangisation (du… … Dictionary of Greek
ιππίδες — Οικογένεια θηλαστικών η οποία περιέχει ένα μόνο γένος και εννιά είδη. Περιλαμβάνει τα άλογα, τα γαϊδούρια, τους ζέβρους και ορισμένα άλλα είδη του γένους Equus. Είναι μονοδάχτυλα ζώα, δηλαδή κάθε άκρο φέρει μόνο ένα πλήρες δάχτυλο, ενώ το τρίτο,… … Dictionary of Greek
μηρυκαστικά — Θηλαστικά που αποτελούν τη σπουδαιότερη και πολυαριθμότερη υποτάξη της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Αν και παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές μορφών και διαστάσεων, τα μ. έχουν κοινά προέχοντα χαρακτηριστικά, που αφορούν κυρίως το πεπτικό σύστημα… … Dictionary of Greek
χειρόπετρα — Τάξη πλακουντοφόρων θηλαστικών, στην οποία περιλαμβάνονται και οι γνωστές νυχτερίδες, που πετούν, χάρη σε μια πτερυγική μεμβράνη, η οποία συγκρατείται από τα πολύ μακριά οστά του μετακαρπίου και των δακτύλων που εκτείνεται και στα οπίσθια άκρα… … Dictionary of Greek